ἁμίλλημα

ἁμίλλημα
ἁμίλλ-ημα, ατος, τό,
A conflict, struggle, S.El.493;

καθ' ἁμιλλάματα πρᾶτος CIG 5149b

([place name] Cyrene).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμίλλημα — ἁμίλλημα, το (Α) [ἁμιλλῶμαι] 1. αγώνας, πάλη 2. γενετήσια μίξη, συνουσία …   Dictionary of Greek

  • ἁμιλλήματα — ἁμίλλημα conflict neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμιλλήμαθ' — ἁμιλλήματα , ἁμίλλημα conflict neut nom/voc/acc pl ἁμιλλήματι , ἁμίλλημα conflict neut dat sg ἁμιλλήματε , ἁμίλλημα conflict neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”